πόδωμα

πόδωμα
(I)
το, Ν [πούς, ποδός]
ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου.
————————
(II)
τὸ, Α
1. δάπεδο, βάση
2. σιταποθήκη
3. φρ. «τέλος ποδώματος» — φόρος αποθηκεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πόδωμα — floor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”